- περιβαίνω
- ΜΑστέκομαι γύρω από κάποιον για υπεράσπισή του («περιβαίνειν τὰ πίπτονταν σώματ», Διόδ.)μσν.(σχετικά με πόλη) αποκλείω, πολιορκώαρχ.1. κάθομαι ιππαστί, ιππεύω, καβαλικεύω2. (για αρσενικό ζώο και σπαν. για άνθρωπο) επιβαίνω ερχόμενος σε σαρκική μίξη3. διαβαίνω, περνώ.
Dictionary of Greek. 2013.